- πανοικτίρμων
- (-όνος) ο всемилостивый, всемилостивейший (эпитет бога)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανοικτίρμων — ονος, ΝΜΑ (ως προσωνυμία τού Θεού) πολυεύσπλαχνος, ευσπλαχνικός προς όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οἰκτίρμων «ευσπλαχνικός»] … Dictionary of Greek
πανοικτιστής — ὁ, Μ πανοικτίρμων, *ευσπλαχνικός προς όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οἰκτίζω «λυπάμαι, αισθάνομαι οίκτο»] … Dictionary of Greek